
Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Όταν ο μικρός Συμεών ήταν 4 ετών, ο πατέρας του φιλοξένησε στο σπίτι τους έναν άντρα. Ο άνθρωπος αυτός πουλούσε βιβλία και φαινόταν πολύ μορφωμένος. Οι συζητήσεις τους είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Μεταξύ άλλων, ο Συμεών τον άκουσε να αναφέρεται στη θρησκεία. Υποστήριζε πως ο Θεός δεν υπάρχει και πως ο Χριστός δεν είναι ο Υιός Του. Ο ξένος ρώτησε: «Πού είναι αυτός ο Θεός σου;» και ο μικρός τότε Συμεών σκέφτηκε: «Όταν μεγαλώσω, θα γυρίσω όλο τον κόσμο για να ψάξω τον Κύριο». Όταν ο άντρας έφυγε από το σπίτι, ο Συμεών παραπονέθηκε στον πατέρα του, ο οποίος έδιωξε από την ψυχή του μικρού παιδιού κάθε πειρασμό αμφιβολία.
Μεγαλώνοντας έδειξε ιδιαίτερη προσήλωση στον Κύριο, προσευχόταν ακούραστα, έκλαιγε και ένιωθε την επιθυμία για τη μοναστική ζωή να μεγαλώνει μέσα του. Άρχισε να ικετεύει τον πατέρα του να τον αφήσει να πάει στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Εκείνος, όμως, ήταν ανένδοτος: «Πρώτα θα ολοκληρώσεις τη στρατιωτική σου θητεία και έπειτα θα είσαι ελεύθερος να πας».
Έγινε ένας όμορφος, γενναίος και δυνατός νεαρός άνδρας. Εργαζόταν ως αγρότης και συχνά κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Η παρέμβαση όμως της ίδιας της Παναγίας αλλά και του Χριστού δεν τον άφησαν ποτέ να εγκαταλείψει τη θεοσεβή του φύση. Ως στρατιώτης ήταν πάντα διεκπεραιωτικός και αγαπητός από όλους. Μάλιστα, όπως συνήθιζε να λέει:
«Σκέφτομαι: εμείς τώρα καθόμαστε σε μια ταβέρνα, τρώμε, πίνουμε βότκα, ακούμε μουσική και διασκεδάζουμε, και στον Άθω αγρυπνούν. Εκεί θα προσεύχονται όλη τη νύχτα. Συνεπώς ποιος από εμάς θα δώσει καλύτερη απάντηση στον Κύριο κατά την τελική Κρίση, αυτοί ή εμείς;».
Ο νους του δεν έφευγε ποτέ από τον Θεό. Πάντοτε έστελνε δωρεές στα μοναστήρια του Άθω και, ολοκληρώνοντας τη στρατιωτική του θητεία, ζήτησε ευλογία από τον Άγιον Ιωάννη της Κρονστάνδης προκειμένου να γίνει μοναχός. Στο γράμμα που άφησε στον Άγιο Ιωάννη έγραφε:
«Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός - προσευχήσου να μη με καθυστερήσει ο κόσμος».
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη, ένιωσε για πρώτη φορά γύρω του να «οργιάζει η φωτιά της κόλασης». Γύρισε στο σπίτι του για μία εβδομάδα και έπειτα αποσύρθηκε στον Άθω.
Η ΑΦΙΞΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Ο Συμεών έφτασε στο Άγιον Όρος το φθινόπωρο του 1892, όπου και ξεκίνησε την ασκητική του ζωή στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του Αγίου Όρους, ως νέος δόκιμος ο Συμεών έπρεπε να μείνει μερικές ημέρες σε πλήρη ανάπαυση, να θυμηθεί τις αμαρτίες της προηγούμενης κοσμικής ζωής του και στη συνέχεια να τις καταγράψει προκειμένου να τις εξομολογηθεί. Στην εξομολόγησή του ο γέροντας Συμεών θέλησε να απαλλαγεί από το βαρύ φορτίο, να εξομολογηθεί όλες τις πράξεις της ζωής του και να ξεκινήσει εν ειρήνη την πορεία του στη μοναχική ασκητική ζωή.
Ως μοναχός προσευχόταν ακατάπαυστα, είτε μόνος στο κελί του είτε συμμετέχοντας στις ακολουθίες. Νήστευε, κοινωνούσε, διάβαζε και έκανε υπακοή. Πέρασαν περίπου τρεις εβδομάδες, όταν ένα βράδυ ο γέροντας Συμεών σκυμμένος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ένιωσε την προσευχή να μπαίνει στην καρδιά του. Άρχισε τότε να προσεύχεται αδιάκοπα μέρα και νύχτα.
ΔΑΙΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Καθώς οι μήνες περνούσαν, οι επιθέσεις του κακού και οι πειρασμοί στον γέροντα γίνονταν όλο και πιο συχνοί. Βίωνε τη θεοεγκατάληψη και το σθένος του κλονιζόταν. Το ίδιο βράδυ, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, ο γέροντας είδε τον Χριστό με σάρκα και οστά. Στεκόταν δεξιά από την Ωραία Πύλη, μπροστά από την εικόνα του Σωτήρος. Εμφανίστηκε στον νεαρό δόκιμο, τον γέμισε με το φως και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η εμφάνιση αυτή του Κυρίου αποτέλεσε σταθμό στη ζωή του Αγίου. Αναμφίβολα επηρέασε όλη την υπόλοιπη πορεία του.
Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) γράφει για τον Όσιο Σιλουανό τον Αγιορείτη τα εξής:
«Στην προσπάθειά του να διατηρήσει την χάρη που του έδωσε ο Χριστός με την φανέρωσή του, ο Όσιος Σιλουανός έφτασε σε μέτρα που για άλλους ανθρώπους μοιάζουν αφόρητα και σκληρά. Θα μπορούσε ακόμη να δημιουργηθεί η εντύπωση πως αυτό το είδος της αδίστακτης συμπεριφοράς απέναντι στον εαυτό του μοιάζει με διαστροφή του χριστιανισμού. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Η ψυχή που έχει γνωρίσει τον Θεό, που έχει ανυψωθεί στην ενατένιση του αιωνίου φωτός του κόσμου και στη συνέχεια έχει χάσει τη χάρη αυτή, βρίσκεται σε μια κατάσταση την οποία δεν μπορεί να συλλάβει αυτός που δεν τα έχει αντίστοιχο βίωμα. Η θλίψη της ψυχής είναι ανεκδιήγητη, βιώνει έναν ιδιαίτερο μεταφυσικό πόνο. Για έναν άνθρωπο που έχει δει το φως της αρχέγονης ύπαρξης, που έχει βιώσει την πληρότητα, τη χαρά και την ανείπωτη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού, δεν υπάρχει τίποτε άλλο σε αυτόν τον κόσμο που να τον βάζει σε πειρασμό. Κατά μία έννοια, η επίγεια ζωή γίνεται γι' αυτόν βάρος, χωρίς χαρά, και κλαίγοντας αναζητά ξανά εκείνη τη ζωή την οποία του δόθηκε η ευκαιρία να αγγίξει».
Δεκαπέντε χρόνια μετά την εμφάνιση του Κυρίου στον Άγιο Σιλουανό, συνέβη το παρακάτω γεγονός. Μια νύχτα, όταν ο Άγιος Σιλουανός συνήθιζε να πολεμάει τους δαίμονες, όταν η ειλικρινής προσευχή του ξέφευγε από τα ανθρώπινα όρια, ο γέροντας σηκώθηκε για να κάνει μετάνοιες. Είδε τότε ότι ο ίδιος ο δαίμονας είχε εμφανιστεί μπροστά του, περιμένοντας από τον άγιο να υποκλιθεί και σε αυτόν. Ο Άγιος ζήτησε βοήθεια από τον Κύριο, ώστε να τον φωτίσει και να του δώσει μια προσευχή ικανή να διώξει τους δαίμονες. Η απάντηση του Κυρίου δεν άργησε να έρθει. Στην ψυχή του Αγίου αντήχησε η φωνή:
«Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου.»
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ
Μετά την πρώτη εμφάνιση του Κυρίου στον Άγιο Σιλουανό τον Αγιορείτη, η ψυχή του γέμισε με ένα μυστηριώδες φως. Όταν στη συνέχεια το φως αυτό εξαφανίστηκε, ο μοναχός άρχισε να βασανίζεται από σκέψεις για το πώς να το φέρει πίσω.
Μέσα από την ειλικρινή προσευχή ο πιστός μυείται στα μεγαλύτερα μυστήρια του πνεύματος. Κατεβάζοντας τον νου του στην καρδιά, αρχίζει να εκτείνεται πέρα από τα όρια της σωματικής και υλικής του υπόστασης. Συνομιλεί με την ψυχή, με το πνεύμα του, και ανακαλύπτει ότι το εσχατολογικό πεπρωμένο των ανθρώπων δεν του είναι πλέον ξένο, μοιάζει άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δική του προσωπική του ύπαρξη.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΗ
Όπως περιγράφει ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, ο Άγιος Σιλουανός είχε μια δυναμική και αυστηρή εμφάνιση. Το βλέμμα του ήταν ήρεμο, αναδείκνυε όμως την ισχυρή του προσωπικότητα, τη βαθιά γνώση της αλήθειας και την σιγουριά της πίστης. Ενέπνεε γαλήνη και αγαθότητα.
Όσον αφορά τη μόρφωσή του, ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης δεν γνώριζε πολλά γράμματα. Είχε φοιτήσει σε δύο μόνο τάξεις του σχολείου. Διάβαζε όμως ακούραστα και παρακολουθούσε με προσήλωση όσα λέγονταν κατά τις νυχτερινές ακολουθίες.
Όταν ο Άγιος Σιλουανός διορίστηκε οικονομολόγος της μονής, επέστρεψε από τον ηγούμενο στο κελί του και προσευχήθηκε για να τον βοηθήσει ο Θεός να εκπληρώσει την απαιτητική δουλειά που του ζητήθηκε. Μετά από μακρά προσευχή, η απάντηση του Κυρίου ακούστηκε αθόρυβα στην ψυχή του: «Κράτησε τη χάρη που σου δόθηκε». Τότε ο Γέροντας Σιλουανός συνειδητοποίησε ότι η διατήρηση της χάρης είναι πιο σημαντική και πολύτιμη από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Ο γέροντας Σιλουανός αναπαύθηκε εν Κυρίω στις 24 Σεπτεμβρίου 1938, ενώ το 1987 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε την αγιοκατάταξή του.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
«Χριστὸν διδάσκαλον ἐν ὀδῷ ταπεινώσεως προσευξάμενος ἔλαβες, μαρτυροῦντος τοῦ Πνεύματος, ἐν σῇ καρδία τὴν λύτρωσιν, διὰ τοῦτο ἀσκήσεως ἀνεδείχθης σὺ ὁδηγός, ὡς φωτὸς θείου ἔμπλεως. Ὅσιε πάτερ Σιλουανέ, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.»