Η Ιερά Μονή του Σινά, αφιερωμένη στην Αγία Αικατερίνη, αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και ιερότερες χριστιανικές μονές στον κόσμο. Η σημασία της είναι μεγάλη για την ιστορία του ορθόδοξου χριστιανισμού, αλλά και για την πανανθρώπινη πολιτισμική μας κληρονομιά. Εκτός από μνημείο ορθόδοξης λατρείας, αποτελεί μνημείο προστατευόμενο από την UNESCO, γεγονός που κατοχυρώνει θεσμικά τη σπουδαιότητα του τόπου.
Η πρόσφατη απόφαση των αιγυπτιακών αρχών να ανακηρύξουν τα εδάφη της μονής ως δημόσια περιουσία του αιγυπτιακού κράτους, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία και το ελληνικό κράτος, ενώ ήγειρε ανησυχίες για το μέλλον της μοναστικής κοινότητας.
.jpg)
Πρόκειται για ένα πολύπλευρο ζήτημα, καθώς δύναται να μελετηθεί τόσο υπό όρους θρησκευτικούς, όσο και πολιτισμικούς, νομικούς ή διπλωματικούς.
- Ποια είναι η ιστορία της Μονής του Σινά;
- Ποια η σημασία της για την παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά;
- Τι συνέπειες δύναται να επιφέρει η απόφαση της αιγυπτιακής πολιτείας;
Ιστορικό πλαίσιο
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά ιδρύθηκε μεταξύ του 527 και 565 μ.Χ., από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄. Χτισμένη στο σημείο όπου σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Μωυσής έλαβε τις Δέκα Εντολές, η Μονή κατέχει μοναδική πνευματική και ιστορική βαρύτητα. Στην ίδια τοποθεσία βρισκόταν παλαιότερα το παρεκκλήσι της Φλεγόμενης Βάτου, το οποίο είχε οικοδομήσει η Αγία Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Ιουστινιανός θέλησε να χτίσει το συγκεκριμένο μοναστήρι για να περιβάλλει και να αναδεικνύει το σημείο του θαύματος.
Ο μοναχισμός, βέβαια, είχε εμφανιστεί στην ευρύτερη περιοχή ήδη από το 381–384 μ.Χ. Τον 6ο αιώνα ιδρύθηκε επισήμως η μονή προς τιμήν της Θεοτόκου της Βάτου, ενώ μόλις τον 9ο αποφασίστηκε η αφιέρωσή της στην Αγία Αικατερίνη. Σύμφωνα με την παράδοση, τα λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν εκεί θαυματουργικά, καθιστώντας την αγία φύλακα και προστάτη του ιερού τόπου.
Το 2002 η μονή, το αρχιτεκτονικό της συγκρότημα, τα έργα τέχνης που την κοσμούν και το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένη, εντάχθηκαν επισήμως στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Παγιώθηκε, έτσι, η θέση της ως ενός εκ των σπουδαιότερων μνημείων πολιτισμικής, θρησκευτικής και ιστορικής αξίας παγκοσμίως.
Το ζήτημα της αυτονομίας.jpg)
Η Μονή του Σινά λειτουργούσε πάντοτε υπό καθεστώς αυτονομίας, ως μια μοναστική κοινότητα με δική της ιδιοκτησία και όρους λειτουργίας. Συγκεκριμένα, θεωρείται τμήμα της Εκκλησίας του Σινά, στην οποία υπάγονται και τα επιμέρους μετόχια της μονής, που είναι τοποθετημένα στην ευρύτερη χερσόνησο του Σινά και της Αιγύπτου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αναγνώρισε την αυτονομία της Εκκλησίας του Σινά το 1575, πράγμα που επιβεβαιώθηκε εκ νέου κατά το 1782 με σιγίλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Δ’. Προκαθήμενος της εκκλησίας θεωρείται ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος του Σινά.
Το πρόβλημα που ανέκυψε αφορά την αυτονομία της μονής, το δικαίωμα ιδιοκτησίας της και την υπόστασή της ως τόπου λατρείας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ζήτημα που ξεκίνησε αρχικά το 2014, όταν η Μουσουλμανική Αδελφότητα προσέφυγε στη δικαιοσύνη αμφισβητώντας την κυριότητα της μονής επί των εγκαταστάσεών της και της περιουσίας της στην ευρύτερη περιοχή.
Από τη στιγμή που τέθηκε νομικό ζήτημα σχετικά με την υπόσταση και λειτουργία της μονής, ξεκίνησαν μεταξύ του ελληνικού και αιγυπτιακού κράτους διαπραγματεύσεις, προκειμένου η διαφωνία να επιλυθεί εξωδικαστικά. Ωστόσο, παρά τις επιμέρους συμφωνίες, στις 28 Μαΐου, το αιγυπτιακό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία η μονή αναγνωρίζεται ως κρατική ιδιοκτησία.
Η έκδοση μια τέτοιας απόφασης υπονομεύει την αυτόνομη εκκλησιαστική διακυβέρνηση της μονής, καθιστώντας την ουσιαστικά ένα κρατικό ίδρυμα. Ως εκ τούτου, το μοναστήρι θεωρείται δημόσια περιουσία και, συνεπώς, υπόκειται στην αιγυπτιακή νομοθεσία, τόσο όσον αφορά τη διοίκηση όσο και την πολιτιστική κληρονομιά.
Η είδηση προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον της μοναστικής κοινότητας του Σινά, ενώ παράλληλα αναμόχλευσε ευρύτερα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς και του διεθνούς εκκλησιαστικού δικαίου. Η αντίδραση στην εν λόγω απόφαση ήταν άμεση, οδηγώντας σε περαιτέρω δηλώσεις της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Αιγύπτου την επόμενη κιόλας ημέρα.
Οι αιγυπτιακές αρχές υποστήριξαν πως η απόφαση «αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ρύθμισης του νομικού καθεστώτος της μονής, με σαφή επιβεβαίωση της διατήρησης της ιερής της υπόστασης». Οι δικαστικές αρχές επιβεβαίωσαν επίσης το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα των μοναχών να επωφελούνται από τις προστιθέμενες τοποθεσίες που θεωρούνται προστατευμένες περιοχές, καθώς και από τους τοπικούς θρησκευτικούς και αρχαιολογικούς χώρους. Αναφέρεται, ακόμη, πως η απόφαση του δικαστηρίου αφορά ορισμένες ακατοίκητες εκτάσεις μακριά από το μοναστήρι και σε σχέση με τις οποίες δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας. Κατά συνέπεια, αυτές κατοχυρώνονται αυτομάτως ως ιδιοκτησία του κράτους.
Ωστόσο, η απόφαση των 160 σελίδων, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τίτλους και επεξηγηματικές εκθέσεις, αλλά και μια εξαιρετικά περίπλοκη νομική συλλογιστική, καταγεγραμμένη στην αραβική γλώσσα, αποδεικνύεται τόσο σύνθετη, ώστε να διαφεύγει ακόμη και από τον έλεγχο επαγγελματιών της νομικής επιστήμης. Ως εκ τούτου εξακολουθεί να υπάρχει ανησυχία σχετικά με τους όρους της. Ο Νίκος Μελέτης, αρθρογράφος του ελληνικού Πρώτου Θέματος, εκτιμά πως η αιγυπτιακή πλευρά, τονίζοντας την πρόθεσή της να σεβαστεί «τον θρησκευτικό χαρακτήρα και την ιερότητα» της μονής, προσπαθεί να απομακρύνει τη συζήτηση από τα θέματα ιδιοκτησίας.

Οι αντιδράσεις
Η απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου προκάλεσε άμεσα κύμα αντιδράσεων, τόσο από την Εκκλησία της Ελλάδος όσο και από την ελληνική πολιτεία.
Η Εκκλησία της Ελλάδος
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αντέδρασε με έντονη δημόσια δήλωσή του, κάνοντας λόγο για «βίαιη καταπάτηση των ανθρωπίνων και θρησκευτικών ελευθεριών». Μάλιστα κάλεσε την UNESCO ως παγκόσμιο θεσμό να παρέμβει διευθετώντας το ζήτημα και αποκαθιστώντας τον χαρακτήρα του μνημείου. Σύμφωνα με την επίσημη δήλωσή του:
«Ύστερα από την σκανδαλώδη απόφαση βίαιης καταπάτησης των ανθρωπίνων και δη των θρησκευτικών ελευθεριών, που εξέδωσαν οι δικαστικές αρχές της Αιγύπτου, το παλαιότερο παγκοσμίως Ορθόδοξο Χριστιανικό Μνημείο, η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Θεοβάδιστου Όρους Σινά, εισέρχεται σε μία μεγάλη δοκιμασία, που παραπέμπει σε άλλες σκοτεινές εποχές…
Ουσιαστικά, η ίδια η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση αποφάσισε, παρά τις περί του αντιθέτου πρόσφατες δεσμεύσεις του Αιγύπτιου Προέδρου προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό, να καταλύσει κάθε έννοια δικαίου και, ουσιαστικά, να επιχειρήσει να σβήσει μονοκοντυλιά την ίδια την ύπαρξη της Μονής, αναιρώντας αυτή καθαυτή την όλη λειτουργία Της, το ίδιο το λατρευτικό και το πνευματικό Της έργο, ομοίως και το πολιτιστικό.
Η περιουσία της Μονής υφαρπάζεται και δημεύεται και ο πνευματικός αυτός Φάρος της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αντιμετωπίζει πλέον ζήτημα πραγματικής επιβίωσης.
Με απέραντη θλίψη και με εύλογη οργή, καλώ κάθε ελληνική και κάθε διεθνή αρχή να αντιληφθεί το ύψιστο διακύβευμα και να προστρέξει άμεσα για την προστασία των θεμελιωδών θρησκευτικών ελευθεριών της Ιεράς Μονής του Σινά.

Καταδικάζω απερίφραστα κάθε προσπάθεια αλλαγής του καθεστώτος, που επί 15 αιώνες ισχύει στην εν λόγω περιοχή και απευθύνω έκκληση προς την υπεύθυνη Ελληνική Κυβέρνηση και προσωπικά προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να ενεργήσει άμεσα τα δέοντα, ούτως ώστε να επανέλθει η κανονική και νόμιμη τάξη και να μην καταργηθεί ουσιαστικά η Ιερά Μονή.
Εκφράζω ολόψυχα την αδελφική μου αλληλεγγύη τόσο προς την Αδελφότητα και προς τον Καθηγούμενο Αυτής, Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Σινά και Ραιθώ κ. Δαμιανό, όσο και προς τους έλληνες αδελφούς, που διακονούν θυσιαστικά στην ευρύτερη περιοχή του Σινά.
Δεν θέλω και δεν μπορώ να πιστέψω ,τέλος, πως σήμερα ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία βιώνουν μία ακόμη ιστορική «άλωση».
Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε.»
Η Ελληνική Κυβέρνηση
Το Υπουργείο Εξωτερικών εξέφρασε «βαθιά απογοήτευση» για την απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου και υπενθύμισε πως υπήρξαν σαφείς συμφωνίες μεταξύ των δύο κρατών, οι οποίες δυστυχώς δεν επικυρώθηκαν από την αιγυπτιακή πλευρά. Κυβερνητικές πηγές δήλωσαν ότι η Ελλάδα θα χρησιμοποιήσει όλα τα διπλωματικά μέσα για την αποκατάσταση του καθεστώτος της μονής.
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Γιώργος Γεραπετρίτης θα ηγηθεί της αντιπροσωπείας που θα ταξιδέψει στο Κάιρο στις 4 Ιουνίου. Η συμμετοχή ενός τόσο υψηλόβαθμου στελέχους στις διαπραγματεύσεις, υποδηλώνει πως η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να επιμείνει ισχυρά στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μοναχών.
Η σημασία της μονής
Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης δεν αποτελεί μόνο τόπο λατρείας. Είναι ένα παγκόσμιο πολιτιστικό σύμβολο που διατηρεί την ταυτότητά του αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων. Φέρει τη μνήμη, την παράδοση και τη θρησκευτική συνύπαρξη των πολιτισμών, ενώ αποτελεί θεμέλιο λίθο του ιστορικού παρελθόντος όλης της ανθρωπότητας.

Όταν η μονή αναγνωρίστηκε από την UNESCO, εξετάστηκε η σημασία της στη βάση τριών θεμελιωδών παραγόντων. Μεταξύ άλλων έγινε αναφορά:
- στην πνευματική και θρησκευτική της σημασία, καθώς η μονή αποτελεί ιερό τόπο για τρεις θρησκείες, τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ.
- στην ιστορική και καλλιτεχνική της σημασία, καθώς ως αδιάκοπα ενεργός μοναστικός θεσμός έχει συγκεντρώσει ανά τους αιώνες πλήθος σπάνιων χειρογράφων, κειμηλίων και έργων τέχνης μοναδικής αξίας.
- στη λειτουργία της ως συμβόλου συνύπαρξης, καθώς αποτελεί ένα μνημείο ειρηνικής συμβίωσης, στην καρδιά μιας κατά τα άλλα ασταθούς περιοχής.
Συμπερασματικά, η απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου δεν αφορά μόνο τους μοναχούς του Σινά ή την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πολύ περισσότερο, αφορά το σύνολο της ανθρωπότητας, καθώς επεμβαίνει και μεταβάλλει την υπόσταση ενός ζώντος οργανισμού, που αποτελεί θησαυρό πολιτισμού για κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτου προελεύσεως και θρησκείας.
Η κρίση γύρω από τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης δεν είναι ένα στενά τοπικό θρησκευτικό ζήτημα. Αποτελεί υπενθύμιση της λεπτής ισορροπίας που υφίσταται μεταξύ της κρατικής κυριαρχίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαφύλαξης της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
