O Άγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς ( Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο-Γιασενέτσκι), γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Πολύ νωρίς μαζί με την οικογένεια του μετακομίζουν στο Κίεβο όπου αποφασίζει να σπουδάσει ιατρική. Το 1903 παίρνει το πτυχίο της Ιατρικής και ξεκινάει ειδικότητα στην οφθαλμολογία. Με το ξέσπασμα του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου το 1904 βρέθηκε στην Άπω Ανατολή όπου εργάζεται ως χειρουργός και εκεί γνωρίζει την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια την μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε 4 παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία με μεγάλη επιτυχία. Την ίδια εποχή μελετάει σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων. Το 1917 εκλέγεται καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η Ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά ύστερα από μια συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο Βαλεντίν αφέθηκε ελεύθερος. Όμως η σύζυγός του Άννα έπειτα από βαριά ασθένεια πεθαίνει αφήνοντας τον με τέσσερα ορφανά τέκνα. Την ανατροφή τους αναλαμβάνει ο ίδιος μαζί με τη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα η οποία τους στάθηκε σαν μάνα.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός με λειτουργική ζωή και αυτό ήταν έκδηλο και στο τρόπο που εργαζόταν προκαλώντας τις αντιδράσεις του αθεϊστικού καθεστώτος. Ο Αρχιεπίσκοπος της Τασκένδης Ιννοκέντιος διακρίνοντας την πίστη και την κλίση του Βαλεντίν του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο γίνεται στις 26 Ιανουαρίου του 1921 και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονείται πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 έπειτα από τον εκτοπισμό του Αρχιεπισκόπου Ιννοκεντίου από τους σχισματικούς που υπηρετούσαν τα συμφέροντα του καθεστώτος, εκλέγεται νέος επίσκοπος ο πατέρας Βαλεντίν. Έτσι στα κρυφά από τους σχισματικούς γίνεται η κουρά του σε μοναχό, λαμβάνει το όνομα Λουκάς και χειροτονείται επίσκοπος. Όμως αυτό δεν περνά απαρατήρητο και πολύ σύντομα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Ακολουθούν εξορίες, βασανισμοί μέχρι που η υγεία του επιδεινώνεται. Πιέζεται να εγκαταλείψει την ιεροσύνη από τους εκπροσώπους του κόμματος χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση του. Σε όλη αυτή την περίοδο των εξοριών και των δοκιμασιών δεν εγκατέλειψε να ασκεί την ιατρική και να χειρουργεί με αποκορύφωμα τη συμμετοχή του την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στο μέτωπο. Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο αλλά και απέναντι στην εκκλησία. Το 1946 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύτηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και για τη μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη. Στα 70 του χρόνια γίνεται Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εργάζεται για το άνοιγμα των εκκλησιών, τη σίτιση των φτωχών και παράλληλα εξασκεί αφιλοκερδώς την ιατρική. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Θεανθρώπου Χριστού έζησε στον κόσμο αυτό ως «ευεργετών και ιώμενος». Το 1956 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς τυφλώνεται οριστικά. Η αγάπη του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη που όχι μόνο ορθόδοξοι αλλά και οι αλλόθρησκοι και οι άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Την Κυριακή 11 Ιουνίου του 1961 των εν Ρωσία Αγίων Πάντων κοιμήθηκε οσιακά ο Αρχιεπίσκοπος ιατρός Λουκάς. Τον Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχτηκε Άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 25 Μαίου του 1996 από το Πατριαρχείο της Ρωσίας. Στις 17 Μαρτίου του 1996 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του. Ως μαρτυρία της αγιότητας τα λείψανα του ευωδίαζαν. Πολλοί ασθενείς που έτρεξαν να τα προσκυνήσουν θεραπεύτηκαν. Τα σημεία και τα θαύματα του αγίου συνεχίζουν μέχρι τις μέρες μας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 11 Ιουνίου.