Η Μεγάλη Παρασκευή είναι αφιερωμένη στα “φρικτά και σωτήρια” Πάθη του Κυρίου. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης διαβάζονται στην εκκλησία δώδεκα σχετικές περικοπές από τα ευαγγέλια (γι’ αυτό λέμε “τα δώδεκα ευαγγέλια”).
Στο πρώτο ευαγγέλιο, ο Ιησούς αποκαλύπτει μεγάλες θεολογικές αλήθειες στους μαθητές Του και, μελετώντας αυτήν την περικοπή, διακρίνουμε για ακόμη μία φορά την κορυφαία θεολογική σκέψη του Ιωάννη. Ο Χριστός προετοιμάζει τους μαθητές Του λέγοντας ότι δεν μπορούν να Τον ακολουθήσουν εκεί όπου πηγαίνει, με τον Πέτρο να διαβεβαιώνει επιπόλαια ότι θα Τον ακολουθήσει όπου και αν οδεύει. Ο Κύριος θα του προείπει την άρνηση που θα ακολουθήσει.
"Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή”, λέει ο Κύριος. Δεν “δείχνει” την αλήθεια και το δρόμο, αλλά είναι ο Ίδιος η αλήθεια και ο δρόμος και η ζωή προς τον Θεό Πατέρα. Επομένως μέσα από την κοινωνία με τον Χριστό, ο άνθρωπος ανακαλύπτει την αλήθεια κι ενώνεται με τον Θεό. Προφανώς εδώ υπάρχει ενότητα του Θεού Πατέρα με τον Χριστό. δηλαδή ο Χριστός δεν είναι απλώς σοφός διδάσκαλος ή προφήτης ή ενσάρκωση κάποιου αγγέλου, όπως έλεγαν οι αιρετικοί, αλλά το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Σε πολλά σημεία ο Ιησούς τονίζει ότι είναι ένα με τον Πατέρα Του.
Προετοιμάζει, επίσης, ο Ιησούς τους μαθητές Του για τους αγώνες που θα κάνουν στον κόσμο και για το μίσος και τον κατατρεγμό που θα αντιμετωπίσουν από τους εχθρούς του Ευαγγελίου. Παράλληλα, προλέγει και τον ερχομό του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος, προς στήριξη και φωτισμό των αποστόλων. Προσεύχεται για εκείνους στον Θεό Πατέρα, ώστε να μείνουν ενωμένοι μετά τον αρχικό σκανδαλισμό και το φόβο που θα νιώσουν από τη σύλληψη και τη σταύρωσή Του.
Στο δεύτερο ευαγγέλιο περιγράφεται η σύλληψη του Ιησού στη Γεθσημανή και ο σκανδαλισμός των μαθητών, ενώ στο τρίτο παρακολουθούμε την παράνομη δίκη Του στο Μέγα Συνέδριο, υπό τον αρχιερέα Καϊάφα. Πολλές είναι οι παρατυπίες που εντοπίζουμε σε αυτήν την ανάκριση (η συνεδρίαση είναι παράνομη, ο Άννας δεν έχει σχετική δικαιοδοσία, η δίκη γίνεται βράδυ, καλούνται ψευδομάρτυρες που αντιφάσκουν). Στη συνέχεια, οι Ιουδαίοι αποφασίζουν να παραπέμψουν τον κατηγορούμενο στον Ρωμαίο Πόντιο Πιλάτο, επειδή είναι αποφασισμένοι να πετύχουν την καταδίκη Του σε θάνατο.
Ο Πιλάτος ζητά από τους Ιουδαίους να του διευκρινίσουν την κατηγορία με την οποία Τον παραπέμπουν σε αυτόν, αλλά, ο τρόπος που απαντούν εκείνοι, δείχνει την αμηχανία και την ενοχή τους (“αν δεν ήταν κακοποιός δεν θα τον παραδίναμε σε εσένα”). Ο διάλογος που ακολουθεί ανάμεσα στους Εβραίους και τον Ρωμαίο διοικητή φανερώνει την πλεκτάνη που οργανώθηκε εναντίον του Ιησού, αφού εκείνοι είχαν ήδη σχεδιάσει να Τον θανατώσουν. Επειδή όμως δεν μπορούν να προβούν σε εκτέλεση, επειδή βρίσκονται υπό ρωμαϊκή κατοχή, παραπλανούν κι εκβιάζουν τον Πιλάτο ώστε να πετύχουν το σκοπό τους. Εκείνος στη συνέχεια, με δική του θέληση και ευθύνη, καταδικάζει έναν αθώο σε σταυρικό θάνατο.